Οι δράστες με το μπλε Renault στοχοποιούσαν κάποιες αποθήκες που βρίσκονταν δίπλα στο Χίθροου. Άνοιξαν μια τρύπα στον φράχτη, μπήκαν μέσα και κατευθύνθηκαν προς το κτίριο που ανήκε στην εταιρεία εμπορευματικών μεταφορών Frontier Forwarding.
Εικόνα

18:44 | 23/05/2021
Εκεί ήταν αποθηκευμένα κάποια αντικείμενα που περίμεναν εκτελωνισμό πριν από τη φόρτωσή τους στο αεροπλάνο.
Η αποστολή τους όντως ήταν πολύ δύσκολη και επικίνδυνη. Το βιομηχανικό κτίριο με τους ψηλούς απότομους τοίχους έμοιαζε με φρούριο ενώ η τακτική φόρτωση και εκφόρτωση εμπορευμάτων δεν σταματούσε ούτε τη νύχτα.
Για να μην μπορεί να περάσει κανείς μέσα απαρατήρητος, το κτίριο διέθετε ένα σοβαρό σύστημα συναγερμού και σχεδόν κάθε τετραγωνικό μέτρο βιντεοσκοπούνταν από κάμερες ασφαλείας. Όμως οι δράστες ήξεραν πώς να τις αποφύγουν.
Η απίστευτη ληστεία από την οροφή που δεν το έκαναν... συνηθισμένοι ληστές
Σύμφωνα με τον αστυνομικό του Λονδίνου Ντέιβιντ Ουόρντ, οι κλέφτες ανέβηκαν στην οροφή της αποθήκης μέσω ενός σωλήνα αποχέτευσης.Στη συνέχεια, περπάτησαν κατά μήκος της ολισθηρής μεταλλικής στέγης μέχρι τον φεγγίτη, άνοιξαν μια τρύπα στο γυαλί και κατέβηκαν από ύψος 14 μέτρων με τη βοήθεια ενός σχοινιού – όπως ο ήρωας που υποδύεται ο Τομ Κρουζ στη γνωστή ταινία.
«Επικίνδυνη δουλειά» σχολίαζε ο Ουόρντ. «Δεν το κάνουν οι συνηθισμένοι ληστές».
Μόλις οι κλέφτες βρέθηκαν στην αποθήκη που ήταν γεμάτη από αντικείμενα μεγάλης αξίας, ξεκίνησαν διεξοδική έρευνα. Χρειάστηκαν πέντε ώρες και δεκαπέντε λεπτά για να εντοπίσουν τον στόχο τους μέσα στο σκοτάδι.
Ήταν τρία ατσάλινα κιβώτια, τα οποία περιείχαν σπάνια βιβλία που ανήκαν σε μεγάλους Ευρωπαίους συλλέκτες.
«Ήξεραν ακριβώς τι ήθελαν» τόνισε ο αστυνομικός. «Υπήρχαν πολλά άλλα πολύτιμα αντικείμενα γύρω τους, έψαχναν όμως τα συγκεκριμένα βιβλία».
Εκείνες οι σπάνιες εκδόσεις προορίζονταν για μια έκθεση αντικών στην Καλιφόρνια. Δεν ενδιέφεραν όλα τα βιβλία τους δράστες, παρά μόνο κάποια ιδιαίτερα πολύτιμα αντίτυπα, μεταξύ των οποίων ήταν το «Mysterium Cosmographicum» («Το κοσμογραφικό μυστήριο»), γραμμένο από τον μεγάλο Γερμανό αστρονόμο Γιοχάνες Κέπλερ, που εκδόθηκε το 1621 και αργότερα ανήκε στον Άλμπερτ Αϊνστάιν, μια σπάνια έκδοση του 1777 του βιβλίου του Ισαάκ Νεύτωνα «Philosophiae Naturalis Principia Mathematica» («Φυσική Φιλοσοφία με Μαθηματικές Αρχές»), «Η Θεία Κωμωδία» του Δάντη έκδοσης του 1569 και άλλες σπάνιες εκδόσεις. Συνολικά 240 τόμοι.
Μετά τα μεσάνυχτα, οι κλέφτες έφυγαν από την αποθήκη με τον ίδιο τρόπο - μέσα από τη στέγη. Ο τρίτος συνεργός τους με το μπλε Renault τούς πήρε περίπου στις τρεις το πρωί.
«Χρειάζεται πολλή υπομονή, δύναμη και ευφυΐα για να μην ενεργοποιήσει κάποιος τους αισθητήρες την ώρα που βγάζει όλα τα βιβλία μέσα από την τρύπα στην οροφή» παραδέχτηκε ο Ντέιβιντ Ουόρντ.
Ήταν ο πρώτος που ξεκίνησε την έρευνα της υπόθεσης και παρακολούθησε 70 ώρες βίντεο από κάμερες ασφαλείας γύρω από την αποθήκη. Χάρη σε αυτόν, η αστυνομία κατάφερε να καταγράψει την πορεία των γεγονότων.
Οι κλέφτες έδρασαν άψογα και δεν άφησαν σχεδόν κανένα αποδεικτικό στοιχείο για την Σκότλαντ Γιάρντ, εκτός από μια τρύπα σε έναν φεγγίτη και τρία ανοιχτά κυβώτια στο πάτωμα της αποθήκης.
Ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο εξωφρενικές κλοπές βιβλίων στη σύγχρονη ιστορία.
Δεν επρόκειτο μόνο για τα χρήματα και τη ζημιά 3,5 εκατομμύριων δολαρίων που έπαθαν οι τρεις αξιόπιστοι συλλέκτες.
Αρκετά από τα κλεμμένα βιβλία περιείχαν, μεταξύ άλλων, χειρόγραφες σημειώσεις από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες, μεταξύ των οποίων υπήρξαν και σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες.
Μια τέτοια ζημιά φαινόταν ανεπανόρθωτη. Αυτό όμως ήταν μόνο η αρχή. Οι δράστες δεν είχαν σκοπό να σταματήσουν εκεί.
Μόλις τα πολύτιμα αντικείμενα απομακρύνθηκαν από τη χώρα, μια νέα ομάδα κλεφτών έφτασε στο Λονδίνο. Μια εβδομάδα αργότερα, διέπραξαν μια νέα ληστεία σε μια άλλη αποθήκη δίπλα στο Χίθροου.
Οι δράστες ακολούθησαν το καθιερωμένο σχέδιο διάρρηξης μέσω οροφής από την οποία κατέβηκαν μέσα στο κτίριο χρησιμοποιώντας ένα συρματόσχοινο.
Σε αρκετά μικρό χρονικό διάστημα, μια τολμηρή και καλά εκπαιδευμένη συμμορία κατάφερε να ληστέψει περίπου δώδεκα αποθήκες.
Ενώ όλα τα ΜΜΕ του Ηνωμένου Βασιλείου έκαναν εκτενή αναφορά στις ληστείες, η Σκότλαντ Γιάρντ προσπαθούσε να ακολουθήσει τα ίχνη των ληστών.Δυστυχώς μόνο εικασίες θα μπορούσε να κάνει κάποιος για το πού θα γινόταν η επόμενη ληστεία.
Η σημαντική υπόθεση τράβηξε το ενδιαφέρον του ειδικού για το οργανωμένο έγκλημα Έντι Ντάρεμ, η έρευνα που ξεκίνησε όμως αρχικά δεν πέτυχε κανένα αποτέλεσμα.
Οι ντετέκτιβ εξέτασαν όλες τις εκδοχές, ακόμη και τις πιο γελοίες: για παράδειγμα, εξακρίβωσαν ότι δεν υπήρχαν ακροβάτες τσίρκου σε περιοδεία στην πόλη εκείνη την εποχή.
Οι Τίζου, Μπλόντι και Θαγκ Κρίστι που καρφώθηκαν από τον πληροφοριοδότη
Όταν η βρετανική αστυνομία βρέθηκε σε αδιέξοδο, μια απροσδόκητη βοήθεια προέκυψε από το εξωτερικό. Σημαντικές λεπτομέρειες ήρθαν στο φως χάρη σε έναν πληροφοριοδότη από την Ανατολική Ευρώπη.
Τρεις εβδομάδες μετά την κλοπή από την αποθήκη Frontier Forwarding, το γραφείο της Αλίνα Άλμπου, γενικής εισαγγελέως της Ρουμανίας για το οργανωμένο έγκλημα, έλαβε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα.
Ο άνδρας, ο οποίος ήθελε να παραμείνει ανώνυμος, δήλωσε στην εισαγγελέα ότι τα κλεμμένα βιβλία από το Λονδίνο φέρεται να στάλθηκαν στη Ρουμανία.
«Θεώρησα ότι αστειευόταν» αναφέρει η Άλμπου. Όταν όμως ο άγνωστος έδωσε τα ονόματα των πιθανών δραστών, η εισαγγελέας έπρεπε να λάβει σοβαρά υπόψη της τα λόγια του.
Δεν είχε ακούσει ποτέ για τους κλέφτες ονόματι Τίζου και Μπλόντι, τους οποίους ανέφερε, αλλά το τρίτο ψευδώνυμο, Θαγκ Κρίστι (σ.σ. thug στα αγγλικά σημαίνει αγροίκος, αγριάνθρωπος), ξεκαθάρισε αμέσως τα πάντα. «Ήταν σαν να άναψε ένα λαμπάκι στο κεφάλι μου» εξήγησε η Αλίνα.
Την τελευταία φορά η Άλμπου άκουσε για τον Κρίστι 15 χρόνια πριν. Στην πραγματικότητα, το όνομά του ήταν Γκαβρίλ Ποπιντσούκ.
Ήταν το δεξί χέρι του εγκληματία Ιοάν Κλαμπάρου, ο οποίος κάποτε θεωρήθηκε ο πιο καταζητούμενος εγκληματίας στη λίστα της Ιντερπόλ.
Στη συνέχεια έπρεπε να διασταυρωθούν οι πληροφορίες που μετέφερε ο ανώνυμος πληροφοριοδότης, η εμπειρία όμως έλεγε ότι ο Κρίστι θα μπορούσε να επαναφέρει στη ζωή την Κλαμπάρα, την εγκληματική οργάνωση που πήρε το όνομά της από τον νονό της. Ή, ακόμη χειρότερα, μπορούσε να δημιουργήσει τη δική του εγκληματική οργάνωση.
Την ίδια ημέρα, η Αλίνα Άλμπου τηλεφώνησε στον επικεφαλής του τμήματος ερευνών Τιβέριο Μανέα, ο οποίος είχε ήδη φύγει από τη δουλειά.
«Τιβέριε, πρέπει να επιστρέψεις. Έχουμε μια νέα υπόθεση και είναι πολύ σημαντική».
Εν τω μεταξύ, ο Ντέιβιντ Ουόρντ συνέχιζε την έρευνά του στο Λονδίνο προσπαθώντας να αξιοποιήσει τις πληροφορίες που έλαβε στον τόπο του εγκλήματος.
Αρχικά αναγνωρίστηκαν οι πινακίδες του μπλε Renault από τα βίντεο των καμερών ασφαλείας, αργότερα βρέθηκε και το ίδιο το αυτοκίνητο στις νότιες περιοχές του Λονδίνου.
Τα χαρτιά του αυτοκινήτου ήταν πλαστά, ωστόσο ο Ουόρντ κατάφερε να ανακαλύψει ότι ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου ήταν ένας Ρουμάνος πολίτης που ζούσε στην Αγγλία.
Παρά το πρώτο μεγάλο στοιχείο, η βρετανική αστυνομία δεν είχε ακόμη πληροφορίες σχετικά με τον δράστη.
«Στη βάση δεδομένων μας δεν υπήρχαν δεδομένα σχετικά με αυτόν» παραδέχθηκε ο αστυνομικός. Ένα τηλεφώνημα από τον Τιβέριο Μανέα, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να διενεργεί έρευνα στη Ρουμανία άλλαξε τα πάντα.
Ενημέρωσε τους Βρετανούς συναδέλφους του για την ανώνυμη κλήση, όποτε τελικά υπήρξε μια εξέλιξη στην υπόθεση.
Στα βήματα των κλεφτών βιβλίων
Τον Μάρτιο του 2017, ο Έντι Ντάρεμ, ο οποίος διορίστηκε επικεφαλής της έρευνας της υπόθεσης στο Λονδίνο, ο Ντέιβιντ Ουόρντ και ο Τιβέριος Μανέα συναντήθηκαν για πρώτη φορά στα κεντρικά γραφεία της Ευρωπόλ στη Χάγη.
Αυτή ήταν η αρχή μιας κοινής έρευνας, στην οποία συμμετείχαν τελικά οι αστυνομικές Αρχές από τέσσερις χώρες: το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Ρουμανία, την Ολλανδία και την Ιταλία.
Η έρευνα πραγματοποιούνταν σε διάφορες κατευθύνσεις. Η μυστική ομάδα του Μανέα παρακολουθούσε τον Κρίστι, ενώνοντας ταυτόχρονα όλες τις πληροφορίες για τους υπόπτους. Σε αυτό βοήθησαν κάποια νέα στοιχεία που βρήκε η αστυνομία στο Λονδίνο.
Ο Ντέιβιντ Ουόρντ κατάφερε να βρει ένα δείγμα DNA ενός δράστη σε ένα σκαλοπάτι μιας μεταλλικής σκάλας στην αποθήκη Frontier Forwarding, το οποίο ανήκε σε κάποιον ονόματι Ντάνιελ Ντέιβιντ, ο οποίος αποδείχθηκε να είναι ο κλέφτης που ο ανώνυμος πληροφοριοδότης ονόμαζε Τίζου.
Σύντομα, η ρουμανική αστυνομία κατά τύχη κατάφερε να εντοπίσει έναν άλλον κλέφτη που συμμετείχε στη ληστεία του Λονδίνου - τον Ναρτσίς Ποπέσκου.
Κατά τη διάρκεια ενός τακτικού ελέγχου, βρέθηκαν λαθραία κινητά τηλέφωνα και φορητοί υπολογιστές στο βαν του, που φέρεται να αγοράστηκαν στην Αγγλία.
Του πήραν δείγματα DNA και διαπίστωσαν ότι αυτός ήταν ο οδηγός του μπλε Renault, το οποίο χρησιμοποίησαν οι κλέφτες των βιβλίων.
Παρακολουθώντας τις κινήσεις του Ντέιβιντ και του Ποπέσκου, η αστυνομία βρήκε τον τρίτο ύποπτο - τον Βίκτορ Οπαρυούκ, με το παρατσούκλι Μπλόντι.
Στη συνέχεια τα πάντα απέκτησαν νόημα. Ο Ντάνιελ Ντέιβιντ και ο Βίκτορ Οπαρυούκ ήταν αυτοί που διέπραξαν τη ληστεία τη νύχτα στις 29-30 Ιανουαρίου στην αποθήκη δίπλα στο Χίθροου, ενώ ο Ποπέσκου οδηγούσε το μπλε αυτοκίνητο.
Τότε η αστυνομία αντιμετώπισε ένα άλλο πρόβλημα: τον εντοπισμό του κύριου υπόπτου -τον Γκαβρίλ Ποπιντσούκ- και τους πιθανούς συνεργάτες του.
Η Ρουμάνα εισαγγελέας είχε κάθε λόγο να θεωρεί ότι ήταν ο διοργανωτής όλων των ληστειών. Σύμφωνα με την Αλίνα Άλμπου, ο Ποπιντσούκ συνεργαζόταν με τον 41χρονο Ρουμάνο Κριστιάν Ουνγκουριάνου.
Οργάνωναν όλες τις ληστείες εκτός Ρουμανίας και χωρίς την άμεση συμμετοχή τους. Υπολόγιζαν ότι οι ξένοι ντετέκτιβ δεν θα μπορούσαν να τους βρουν σε άλλη χώρα.
«Κάποιος ήταν επικεφαλής ενώ κάποιοι άλλοι ήταν συνηθισμένοι στρατιώτες» περιέγραφε ο Μανέα τη δομή της συμμορίας. «Ο Γκαβρίλ Ποπιντσούκ σχεδόν ποτέ δεν συμμετείχε προσωπικά σε ληστείες».
Αυτή η εκδοχή επιβεβαιώθηκε επίσης από το ιστορικό των κλήσεων που πραγματοποίησε ο Οπαρυούκ τη νύχτα της κλοπής από την αποθήκη Frontier Forwarding.
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, ο Οπαρυούκ αρκετές φορές τηλεφωνούσε στον αριθμό του Ουνγκουριάνου και αυτός, με τη σειρά του, επικοινωνούσε με τον Ποπιντσούκ.
Συνεχίζοντας να ξεδιπλώνουν αυτό το κουβάρι, η Άλμπου και ο Μανέα κατάφεραν να εντοπίσουν σχεδόν όλα τα μέλη της συμμορίας.
Με την πρώτη ματιά, η έρευνα είχε φτάσει στο τέλος, αλλά η ρουμανική αστυνομία δεν βιαζόταν να συλλάβει τον Ποπιντσούκ.
«Δεν έχει σημασία αυτό που γνωρίζεις» δήλωσε ο Τιβέριος Μανέα «αλλά αυτό που μπορείς να αποδείξεις».
Επιπλέον, υπήρχε ο κίνδυνος οι δράστες να καταστρέψουν τα ανεκτίμητα βιβλία αν τα πράγματα στράβωναν. Ήθελαν να το αποφύγουν.
Η μόνη λύση ήταν η σύλληψη όλων των συνεργών ταυτόχρονα, και αυτό απαιτούσε μια προσεκτικά προετοιμασμένη επιχείρηση. Αυτό όμως μπορούσε να γίνει μόνο με τη βοήθεια των συναδέλφων από τις άλλες χώρες.
Η σύλληψη και η καταδίκη των ληστών
Η κομβική ημέρα έφτασε στις 25 Ιουνίου του 2019, δυόμισι χρόνια μετά την κλοπή των σπάνιων βιβλίων.
Εκπρόσωποι της ομάδας έρευνας από τέσσερις χώρες, της Ευρωπόλ και του ευρωπαϊκού οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δικαστική συνεργασία Eurojust συγκεντρώθηκαν στην έδρα της Ευρωπόλ.
Με εντολή τους, πάνω από 150 αστυνομικοί άρχισαν ταυτόχρονα έρευνες σε 45 τοποθεσίες στην Αγγλία, την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Ρουμανία.
Ο Ποπιντσούκ, ο Οπαρυούκ, ο Ντέιβιντ, ο Ποπέσκου και άλλα τρία μέλη της συμμορίας συνελήφθησαν στη Ρουμανία.
Ο μικρότερος από τους αδερφούς Ουνγκουριάνου συνελήφθη στη Γερμανία, τρεις ακόμη συνελήφθησαν στην Αγγλία. Μόνο ο μεγαλύτερος Ουνγκουριάνου διέφυγε - αλλά όχι για πολύ καιρό. Τον Ιανουάριο του 2020 τον συνέλαβαν στην Ιταλία.
Όλοι οι κρατούμενοι εκδόθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η δίκη ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου του 2020 στο Ανώτατο Δικαστήριο του Κίνγκστον, σε μικρή απόσταση από την περίφημη αποθήκη.
Αρχικά, όλοι επέμεναν στην αθωότητά τους και δεν ήθελαν να καταθέσουν. Σύντομα, η πανδημία της COVID-19 έπληξε τον κόσμο και οι διαδικασίες αναβλήθηκαν επ' αόριστον.
Παραδόξως, αυτές οι συνθήκες έκαναν τον Ποπιντσούκ και τα μέλη της συμμορίας του να υποχωρήσουν.
Σύντομα, σχεδόν όλοι οι ύποπτοι ομολόγησαν τα εγκλήματα που διέπραξαν. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάποια συμφωνία όσον αφορά την τιμωρία τους, μιας και λόγω της πανδημίας «χάθηκαν» κάμποσοι μήνες.
Το φθινόπωρο του 2020 καταδικάστηκαν όλα τα μέλη της συμμορίας. Ο Ντέιβιντ και ο Οπαρυούκ καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και επτά μηνών, ο Ουνγκουριάνου και ο Ποπιντσούκ ως επικεφαλής των επιχειρήσεων καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών ο καθένας.
Όσον αφορά τα κλεμμένα βιβλία, βρέθηκαν σχεδόν όλα σε μια κρυψώνα κάτω από το γκαράζ στο νεόκτιστο σπίτι του Ουνγκουριάνου, έλειπαν μόνο τέσσερις τόμοι.
Ο Μανέα κατέβηκε προσωπικά σε ένα μικρό κελάρι όπου τα κλεμμένα πολύτιμα αντικείμενα ήταν αποθηκευμένα σε σκουπιδοτενεκέδες.
«Ανησυχούσα πραγματικά να μην καταστρέψω τα βιβλία» θυμήθηκε αργότερα. «Έχουμε εργαστεί τόσο πολύ και σκληρά για να φτάσει επιτέλους αυτή η στιγμή».