Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
22:42 | 24/07/2015

Η ταινία των Τόνι Μαχόνι και Άνγκους Σάμπσον (με τον Λι Γουάνελ των «Σε Βλέπω» και «Παγιδευμένη Ψυχή» να έχει βάλει το χεράκι του στο σενάριο -πράγμα που γίνεται αντιληπτό στις πιο αηδιαστικές σκηνές- αλλά και να εμφανίζεται ως ηθοποιός σε χαρακτηριστικό δεύτερο ρόλο), βασίζεται σε αληθινή ιστορία αλλά είναι τόσο υπερβολικά αυτά που συμβαίνουν στα 103 λεπτά της, που πολλοί θα αναρωτηθούν «μα γίνονται αυτά τα πράγματα;». Ξεκινώντας σαν γκανγκστερική κωμωδία στο ύφος της «Αρπαχτής» του Γκάι Ρίτσι, εξελίσσεται γρήγορα σε σκατολογικό χρονικό υπομονής και επιμονής, για γερά στομάχια. Γκροτέσκα και προκλητική (υπάρχει μια σεκάνς που θα δοκιμάσει τις αντοχές και των πιο «εκπαιδευμένων» στα ενοχλητικά θεάματα), εκθέτει την παρακμή μιας μικρής κοινωνίας, όπου όλοι σχεδόν –εκτός απ' τον κεντρικό ήρωα- είναι σάπιοι, διεφθαρμένοι ως το μεδούλι, φαύλοι.

Ο Ρέι (του συν-σκηνοθέτη Άνγκους Σάμπσον που κάνει πολύ καλή δουλειά και στον ερμηνευτικό τομέα), αθώος μέχρι αγιότητας, δειλός, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες και με εμφανή αδυναμία στη μητέρα του, είναι ο ηθικός πυρήνας γύρω απ' τον οποίο στροβιλίζεται ο βόρβορος των αποδέλοιπων και χάρη στα αισθήματα συμπόνιας που προκαλεί (για την εγγενή του ανικανότητα να διαχειριστεί την πραγματικότητα αλλά και την –τόσο ανθρώπινη και οικουμενική σε τελευταία ανάλυση- ανάγκη του να ξεφύγει απ' το ταξικό τέλμα που βρίσκεται παγιδευμένος), δεσμεύεται και το κοινό να υπομείνει την γλαφυρή αναπαράσταση μιας σειράς, άλλοτε σαδιστικών κι άλλοτε μαζοχιστικών, καταστάσεων που υπό άλλες συνθήκες –δηλαδή με έναν λιγότερο στιβαρό πρωταγωνιστή- θα προκαλούσαν την δικαιολογημένη αποστροφή του. Επειδή, όμως, αυτός που βασανίζεται είναι ένας ήρωας θετικός, ένα ανυποψίαστο θύμα των περιστάσεων, η επιθυμία μας για απόδοση δικαιοσύνης, αρκεί για να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον και για τα –συχνά ανυπόφορα- τεκταινόμενα.

Δεν είναι κακή ταινία το «Βαποράκι» αλλά πλατειάζει και υποπίπτει συχνά σε σφάλματα ρυθμού. Από ένα σημείο και μετά, οι διαρκείς παρατάσεις του εγκλεισμού στο μοτέλ (όπου οι αστυνομικοί κρατούν τον ύποπτο περιμένοντάς την μοιραία… εντερική εκκένωση που θα αποκαλύψει την αλήθεια), εκτός από τον δύσμοιρο Ρέι, ταλαιπωρούν και τον θεατή. Υπάρχουν σκηνές που συμπυκνώνουν ωραιότατα το δράμα σε σημαίνουσες εκρήξεις πράξεων ή διαλόγων, κορυφώνοντας το σασπένς, κι άλλες που απλώς κάνουν τον χρόνο να κυλά αργά και μαρτυρικά χωρίς προφανή σκοπό. Με μια πιο σφιχτή πλοκή και μικρότερη διάρκεια, το φιλμ θα λειτουργούσε πολύ καλύτερα. Επίσης ο «χαβαλές» του δεν βρίσκει πάντα στόχο (ειδικά όταν δεν είναι ξεκάθαρο το πώς τοποθετείται συνειδησιακά ο δημιουργός απέναντι στην ασχημοσύνη που παγιδεύει στα κάδρα του: αν, δηλαδή, απλώς «σπάει πλάκα» μαζί της ή αν την καταδικάζει) και τα αναπόφευκτα κλισέ υπερφορτώνουν με εξυπνάδες κι ανατροπές την τρίτη πράξη.

Ακόμα κι έτσι, όμως, χάρη σε κάποιες στιγμές σκηνοθετικής έμπνευσης, την ωραιότατη φωτογραφία και τις συνολικά επαρκείς ερμηνείες (με τον γλοιώδη, σκληρόκαρδο μπάτσο του –σταθερά εξαιρετικού- Χιούγκο Γουίβινγκ να κλέβει τις εντυπώσεις), καταφέρνει να ξεχωρίζει από τον σορό των ταραντινικών απομιμήσεων που μοστράρουν εύκολο αμοραλισμό ελλείψει περιεχομένου.

http://www.cinemag.gr

Policenet.gr © | 2025 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis