Στην τρίτη του παρουσία στο διαγωνιστικό της Μπερλινάλε, ο Ιρανός σκηνοθέτης Ράφι Πιτς καταπιάνεται με ένα μάταιο κυνήγι ευτυχίας, μέσα από την ιστορία ενός νεαρού Μεξικανού, κοινή με εκείνη πολλών συμπατριωτών του που εναποθέτουν τα όνειρά τους στον Αμερικανικό βορρά. Ο Νέρο (Τζόνι Ορτίζ) επιστρέφει στις ΗΠΑ σχεδόν αμέσως μετά την απέλασή του, προκειμένου να αποκτήσει αυτή τη φορά την πολυπόθητη πράσινη κάρτα μέσω της κατάταξής του στον αμερικανικό στρατό.
Ο δρόμος για τη νομιμοποίηση και την αποδοχή στον τόπο όπου μεγάλωσε αλλά ποτέ δεν έγινε μέρος του, περνά μέσα από τη μάχη στα πεδία της Μέσης Ανατολής, εκεί όπου πολλά νέα παιδιά εξαγοράζουν την πιθανότητα να αναγνωριστούν ως Αμερικανοί πολίτες με τον κίνδυνο να γυρίσουν πίσω μέσα σε ένα ξύλινο κουτί.
Τρεις ιδιαίτερα δυνατές και απολύτως ενδεικτικές του όλου δράματος σκηνές μας εντάσσουν στο εξαρχής ναρκοθετημένο μονοπάτι του νεαρού, αποτυπωμένες έξοχα από τον Χρήστο Καραμάνη, διευθυντή φωτογραφίας που δίνει για πρώτη φορά διαπιστευτήρια σε ξένη παραγωγή (συμμετέχει και ο επιτυχημένος παραγωγός Θανάσης Καραθάνος) έπειτα από τις ταινίες του Αλέξη Αλεξίου («Ιστορία 52», «Τετάρτη 04:45»), τη «Νορβηγία», το «Chevalier» και βεβαίως τα «Bank Bang» και «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου.
Η πρώτη σκηνή αφορά στην κηδεία ενός Μεξικανού στρατιώτη στη γενέτειρά του, με τη μητέρα του νεκρού - που εμφανώς δε μιλάει τη γλώσσα της νέας πατρίδας του γιου της - να παραλαμβάνει από τα χέρια Αμερικανών αξιωματικών την αστερόεσσα που κάλυψε το φέρετρο. Η δεύτερη, σε έναν ιδιότυπο αγώνα βόλεϊ μεταξύ Αμερικανών και Μεξικανών, με φιλέ τον πανύψηλο συνοριακό φράχτη. Η τρίτη πάλι, είναι αυτή που δείχνει τον Νέρο διασχίζει τα σύνορα, με τα πρωτοχρονιάτικα βεγγαλικά να φωτίζουν το νυχτερινό ουρανό, προσφέροντας ιδανικό αντιπερισπασμό από τα μάτια των συνοριοφυλάκων.
Οι παραπάνω σκηνές πλημμυρίζουν με χειρουργική ειρωνία τις συστάσεις του Πιτς προς το κοινό σε ό,τι αφορά τον ήρωα, θέτοντας τις βάσεις μιας ταινίας που στους τίτλους τέλους δηλώνει πως αφιερώνεται στους στρατιώτες της "πράσινης κάρτας" που παρά τη θητεία τους στον αμερικανικό στρατό, «επιβραβεύτηκαν» με μία ωραιότατη απέλαση.
Μαζί με τις βάσεις, ωστόσο, οι σκηνές αυτές θέτουν και τα όρια μέσα από τα οποία το «Soy Nero» δε δραπετεύει ποτέ, καταλήγοντας εκεί περίπου από όπου η δυναμική του εξαρχής οδηγούσε. Η συνάντηση του νεαρού με τον αδερφό του στο Μπέβερλι Χιλς και η βαθιά, παραπλανητική τζούρα αμερικάνικου ονείρου που παίρνει πλάι του, η κάπως άβολη ιστορία με τον βαρεμένο οδηγό που τον παίρνει με ωτοστόπ από το Τέξας ως το Λος Άντζελες, αλλά κυρίως το αναμενόμενα αντιηρωικό κεφάλαιο της θητείας του στη Μέση Ανατολή, θα έρθουν να δηλώσουν όχι περισσότερα από όσα έχουν ήδη ειπωθεί - και πολύ εύστοχα μάλιστα - στο πρώτο μισάωρο.
Με το επιμύθιο να είναι εκείνο το φαουστικό πως κάθε συμφωνία με τον διάβολο μπορεί να είναι επικερδής μονάχα για τον ίδιο τον διάβολο.
http://www.cinemag.gr/